τομάρι

τομάρι
το шкура;

§ γλυτώνω το τομάρι μου — спасать свою шкуру;

νοιάζομαι γιά το τομάρι μου — заботиться о своей шкуре;

φυλά(γ)ω το τομάρι μου — дрожать за свою шкуру;

του βργασαν το τομάρι — его избили в кровь;

τον τρώει το τομάρι του — по нём палка плачет;

θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου — я им дёшево не дамся


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τομάρι" в других словарях:

  • τομάρι — το / τομάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ειρων. το ανθρώπινο σώμα («μόνο για το τομάρι του νοιάζεται») 2. μτφ. (για πρόσ.) παλιάνθρωπος 3. φρ. α) «πουλάω ακριβά το τομάρι μου» υπερασπίζομαι σθεναρά τη ζωή μου β) «φυλάει το τομάρι του» (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • τομάρι — το ιού 1. δέρμα, πετσί. 2. ανθρώπινο σώμα, σαρκίο, ανθρώπινη ζωή: Γλίτωσε το τομάρι του στη μάχη. 3. παλιάνθρωπος, τιποτένιος: Είναι τομάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγελαδοτόμαρο — και γελαδοτόμαρο, το τομάρι, δέρμα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + τομάρι] …   Dictionary of Greek

  • αλεποτόμαρο — το τομάρι αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + τομάρι] …   Dictionary of Greek

  • αλογοτόμαρο — το δέρμα, τομάρι αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + τομάρι] …   Dictionary of Greek

  • τομαρένιος — α, ο, Ν φτειαγμένος από τομάρι, δερμάτινος, πέτσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τομάρι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαλαματ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • αγριοτόμαρο — το σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος + τομάρι] …   Dictionary of Greek

  • απόδερμα — ἀπόδερμα, το (Α) προβιά, τομάρι …   Dictionary of Greek

  • αργάζω — κ. εργάζω (Μ ἀργάζω) Ι. 1. επεξεργάζομαι 2. μεταχειρίζομαι 3. κατεργάζομαι δέρματα II. μτφ. 1. φρ. «του άργασαν το τομάρι» τον έδειραν πολύ 2. έχω στο μυαλό μου, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι 3. (αμτβ.) σκληραίνω, ροζιάζω, πετσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αρκουδοτόμαρο — το το τομάρι της αρκούδας …   Dictionary of Greek

  • βυρσαίετος — βυρσαίετος, ο (Α) (περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος) ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»